μετεισδυνω

μετεισδυνω
    μετεισδύνω
    μετ-εισδύνω
    (ῡ) переходить
    

(εἴς τι Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μετεισδυνω" в других словарях:

  • μετεισδύνω — (Α) (ιδίως για τα καρκινοειδή) βγαίνω από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και εισέρχομαι σε άλλο μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς ἄλλο ὄστρακον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εἰσ δύνω «εισέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • μετεισδύνει — μετεισδύ̱νει , μετεισδύνω change and slip into another aor subj act 3rd sg (epic) μετεισδύ̱νει , μετεισδύνω change and slip into another pres ind mp 2nd sg μετεισδύ̱νει , μετεισδύνω change and slip into another pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»